- πολυκαγκής
- -ές, Α(ποιητ. τ.)1. αυτός που ξηραίνει, που στεγνώνει πολύ («τῷ δ' ἀφέτην πολυκαγκέα δίψαν», Ομ.ιλ.)2. φλογερός3. πολύ ξηρός, κατάστεγνος («πολυκαγκής χώρα», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -καγκής < θ. καγκ- της λ. κάγκανος «ξηρός, κατάξερος» κατά τα σιγμόληκτα (βλ. λ. κάγκανος)].
Dictionary of Greek. 2013.